ἀγύμναστος — unexercised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγύμναστος — η, ο (Α ἀγύμναστος, ον) 1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος 2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής νεοελλ. (Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του… … Dictionary of Greek
ἀγυμναστοτέρων — ἀγύμναστος unexercised fem gen comp pl ἀγύμναστος unexercised masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνάστως — ἀγύμναστος unexercised adverbial ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγύμναστον — ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc sg ἀγύμναστος unexercised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτάτους — ἀγύμναστος unexercised masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτέροις — ἀγύμναστος unexercised masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστοτέρους — ἀγύμναστος unexercised masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμναστότεροι — ἀγύμναστος unexercised masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγυμνάστοις — ἀγύμναστος unexercised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)