αγύμναστος

αγύμναστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σωματικά: Το σώμα του φαίνεται που είναι αγύμναστο.
2. έφεδρος που δεν έχει εκπαιδευτεί στρατιωτικά: Κλήθηκαν για εκγύμναση οι αγύμναστοι δύο κλάσεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγύμναστος — unexercised masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγύμναστος — η, ο (Α ἀγύμναστος, ον) 1. αυτός που δεν γυμνάστηκε, δεν ασκήθηκε σωματικά, ανάσκητος, απαίδευτος 2. αδέξιος, άπειρος, αμαθής νεοελλ. (Στρατ.) αυτός που δεν εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία ή δεν συμπλήρωσε ακόμη τη βασική στρατιωτική του… …   Dictionary of Greek

  • ἀγυμναστοτέρων — ἀγύμναστος unexercised fem gen comp pl ἀγύμναστος unexercised masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμνάστως — ἀγύμναστος unexercised adverbial ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγύμναστον — ἀγύμναστος unexercised masc/fem acc sg ἀγύμναστος unexercised neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμναστοτάτους — ἀγύμναστος unexercised masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμναστοτέροις — ἀγύμναστος unexercised masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμναστοτέρους — ἀγύμναστος unexercised masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμναστότεροι — ἀγύμναστος unexercised masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυμνάστοις — ἀγύμναστος unexercised masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”